- όνθος
- ὄνθος, ὁ, ἡ (Α)κοπριά ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὄνθος — dung masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄνθοι — ὄνθος dung masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄνθον — ὄνθος dung masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄνθου — ὄνθος dung masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄνθους — ὄνθος dung masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄνθῳ — ὄνθος dung masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίνθος — (I) μίνθος, ἡ (Α) βλ. μίνθη. (II) μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α) ανθρώπινη κόπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «μίνθα τὸ ἡδύοσμον… … Dictionary of Greek
ονθολόγος — ὀνθολόγος, ὁ (Α) αυτός που μαζεύει την κοπριά ζώων, κοπρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνθος «κοπριά ζώων» + λόγος*] … Dictionary of Greek
ονθοφάγος — ο εντομολ. κολεόπτερο έντομο που ζει μέσα σε κοπριά ή σε αποσυντεθειμένες ζωικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onthophagus (< όνθος «κοπριά ζώων» + φάγος*)] … Dictionary of Greek
ονθοφόρος — ὀνθοφόρος, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει κοπριά ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνθος «κοπριά ζώων» + φόρος*] … Dictionary of Greek